Ένωση Ρωσόφωνων Δικηγόρων ενημερώνει για την απόφαση του Συμβούλιου της Επικρατείας για αναδρομικούς φορολογικούς έλεγχους.

steΤο Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδος εξέδωσε απόφαση, με την οποία απαγορεύει τους αναδρομικούς φορολογικούς έλεγχους για παραβάσεις, που έγιναν πλέον της πενταετίας ή της δεκαετίας, ανάλογα με την περίπτωση. Μετά την απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν μπορεί να γίνει τακτικός έλεγχος για παραβάσεις πριν το 2011 και δεν μπορεί να γίνει έκτακτος ή επανέλεγχος προ του 2011, εφόσον ανακύψουν από τις φορολογικές αρχές νέα στοιχεία σε βάρος του φορολογουμένου. Ακόμη, από το χρονικό διάστημα μεταξύ 2005 και 2011 δεν μπορεί να γίνει έλεγχος εάν δεν ανακύψουν νέα στοιχεία σε βάρος του φορολογουμένου. Ερμηνεύοντας τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του νόμου 3888/2010, στην απόφαση υπογραμμίζεται ότι ο εν λόγω νόμος «αναφέρεται στο δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, όχι όμως και κυρώσεων όπως είναι πρόστιμο για παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων». Η απόφαση αυτή του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας θα αποτελέσει νομικό όπλο για χιλιάδες φορολογουμένους, στους οποίους έχουν επιβληθεί πρόστιμα για παλαιότερες φορολογικές παραβάσεις, αφού το δικαστήριο κρίνει ότι οι συνεχείς παρατάσεις των ορίων παραγραφής αντιβαίνουν στις συνταγματικές αρχές ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου. Παράλληλα, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας μειώνει τα έσοδα του Ελληνικού δημοσίου καθώς δεν μπορεί να εισπράξει φόρους και πρόστιμα, λόγω φορολογικών παραβάσεων. Από την άλλη πλευρά, η επίμαχη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κλείνει οριστικά την πόρτα στην πάγια τακτική του υπουργείου Οικονομικών να παρατείνει συνεχώς και αλόγιστα τον χρόνο παραγραφής των φορολογικών παραβάσεων και των φορολογικών ελέγχων. Ειδικότερα, η απόφαση του ΣτΕ αποφάνθηκε οριστικά και αμετάκλητα ότι έχει παραγραφεί το πρόστιμο που έχει επιβληθεί για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά το έτος 1999, το οποίο επιβλήθηκε με την πράξη του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. το έτος 2013. Η παραγραφή της παράβασης παρατάθηκε αρχικά με το νόμο 3888/2010 και περαιτέρω με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012. Η απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου επισημαίνει ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν με τους επίμαχους νόμους, αντιβαίνει στις αρχές της
ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και «Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄ αόριστον εν αμφιβόλω».
Στην συνέχεια αναφέρεται: «Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί. Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια», «να μην αφήνει τους μεν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου-που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.