Ένωση Ρωσόφωνων Δικηγόρων ενημερώνει για μη παροχή ασύλου σε περίπτωση συμμετοχής στις δραστηριότητες τρομοκρατικού δικτύου.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία η αίτηση παροχής ασύλου μπορεί να απορριφθεί σε περίπτωση κατά την οποία ο αιτών είχε συμμετάσχει στις δραστηριότητες τρομοκρατικού δικτύου. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται ο αιτών την παροχή ασύλου να έχει τελέσει αυτοπροσώπως τις τρομοκρατικές πράξεις ή να είναι ο ηθικός αυτουργός τέτοιων πράξεων ή να έχει συμμετάσχει στην τέλεσή τους ως συνεργός. Το 2006, ένας Μαροκινός υπήκοος καταδικάσθηκε από το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο Βρυξελλών σε ποινή καθείρξεως έξι ετών για συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας – εν προκειμένω του βελγικού πυρήνα της «Ισλαμικής Ομάδας Μαροκινών Μαχητών» (ΙΟΜΜ) – ως ηγετικό μέλος της, καθώς και για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, για πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων και για παράνομη διαμονή. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο «ενεργούς συμμετοχής στην οργάνωση δικτύου αποστολής εθελοντών στο Ιράκ». Ειδικότερα, η προμήθεια πλαστών διαβατηρίων σε τρίτους χαρακτηρίσθηκε ως «πράξη συμμετοχής στη δραστηριότητα πυρήνα ο οποίος παρέχει λειτουργική υποστήριξη σε τρομοκρατικό κίνημα». Το 2010, ο M. υπέβαλε στις βελγικές αρχές αίτηση παροχής ασύλου. Επικαλέσθηκε τον κίνδυνο να υποστεί διώξεις σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, λόγω του ενδεχομένου να χαρακτηρισθεί από τις μαροκινές αρχές ως ακραίος ισλαμιστής και ως τζιχαντιστής, κατόπιν της καταδίκης του στο Βέλγιο. Η αίτηση παροχής ασύλου απορρίφθηκε και κατά της απορριπτικής απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή. Το Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών αλλοδαπών του Βέλγιου αποφάνθηκε το 2011 ότι έπρεπε να αναγνωρισθεί στον M. η ιδιότητα του πρόσφυγα και έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονταν ειδικώς στον M. δεν αποτελούσαν αυτά καθαυτά εγκλήματα τρομοκρατίας διότι, με την απόφασή του της 16ης Φεβρουαρίου 2006, το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο τον είχε καταδικάσει για τη συμμετοχή του σε τρομοκρατική ομάδα, χωρίς να του προσάψει την τέλεση τρομοκρατικής πράξεως ή τη συμμετοχή σε αυτήν. Δεν αποδείχθηκε ούτε η απόπειρα συγκεκριμένης πράξεως ούτε κάποια προσωπική ενέργεια του για την τέλεση τέτοιας πράξεως. Κατά το Συμβούλιο, καμία από τις πράξεις για τις οποίες είχε καταδικασθεί ο M. δεν είχε τέτοια βαρύτητα ώστε να χαρακτηρισθεί ως «πράξη αντιβαίνουσα στους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών», κατά την έννοια της οδηγίας περί του καθεστώτος του πρόσφυγα , οπότε ο καταδικασθείς δεν μπορούσε να αποκλεισθεί εκ του λόγου αυτού από την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα. Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως, το Συμβούλιο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα. Το Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών αλλοδαπών του Βέλγιου ζητεί ιδίως να διευκρινισθεί υπό ποίες προϋποθέσεις αιτών μπορεί να αποκλεισθεί από την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα λόγω «πράξεων που αντιβαίνουν στους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών» σε περίπτωση κατά την οποία έχει καταδικασθεί ποινικώς για συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, χωρίς να έχει διαπράξει ο ίδιος τρομοκρατική ενέργεια. Το Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι ο M. διέπραξε αυτοπροσώπως τρομοκρατικές ενέργειες ούτε ότι υπήρξε ο ηθικός αυτουργός τέτοιων πράξεων ή ότι συμμετείχε ως συνεργός στην τέλεσή τους. Ωστόσο, η έννοια των «πράξεων που αντιβαίνουν στους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών» δεν περιορίζεται στις τρομοκρατικές πράξεις. Το Δικαστήριο επισημαίνει, ειδικότερα, ότι, στο ψήφισμα 2178 (2014), το Συμβούλιο Ασφαλείας δήλωσε ότι «ανησυχεί ιδιαιτέρως εξαιτίας της τρομακτικής και αυξανόμενης απειλής την οποία αποτελούν οι αλλοδαποί ένοπλοι τρομοκράτες» και εξέφρασε την ανησυχία του όσον αφορά τα δίκτυα που έχουν οργανωθεί από τις τρομοκρατικές οντότητες και τα οποία καθιστούν δυνατή σε αυτές τη μεταξύ κρατών μετακίνηση ενόπλων κάθε ιθαγένειας και την κυκλοφορία των αναγκαίων για αυτές πόρων. Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του λόγου αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα τον οποίο προβλέπει η οδηγία δεν περιορίζεται στην περίπτωση των φυσικών αυτουργών τρομοκρατικών πράξεων, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητες στρατολογήσεως, οργανώσεως, μεταφοράς ή εξοπλισμού ατόμων τα οποία μεταβαίνουν σε κράτος διαφορετικό του κράτους διαμονής ή του κράτους ιθαγένειας τους με σκοπό, ιδίως, την τέλεση, τον σχεδιασμό ή την προπαρασκευή τρομοκρατικών πράξεων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.